- προπαρασκευάζεται
- προπαρασκευάζωprepare beforehandpres ind mp 3rd sgπροπαρασκευάζωprepare beforehandpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προγνέστρια — η, Ν μηχάνημα τών κλωστηρίων με το οποίο προπαρασκευάζεται το μαλλί ή το βαμβάκι με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνουν οι ίνες του ισομήκεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γνέθω + επίθημα τρια (πρβλ. καθαρίσ τρια) … Dictionary of Greek
Ρεθύμνης νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντροδυτικής Κρήτης με όρια στα Α τον νομό Ηρακλείου και στα Δ τον νομό Χανίων, ενώ στα Β βρέχεται από το Κρητικό και στα Ν από το Λιβυκό πέλαγος. Έχει έκταση 1496 τ. χλμ. Διοικητικά ο νομός Ρ. χωρίζεται σε τέσσερις… … Dictionary of Greek
προπαρασκευάζω — προπαρασκεύασα, προπαρασκευάστηκα, προπαρασκευασμένος 1. ετοιμάζω κάτι από πριν, προετοιμάζω: Προπαρασκευάζεται η συνάντηση των υπουργών των δύο κρατών. 2. προπαιδεύω, προγυμνάζω, προετοιμάζω με τη διδασκαλία: Προπαρασκευάζονται οι μαθητές για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)